υδατογραφία

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωγραφική που γίνεται με χρώματα διαλυμένα στο νερό, ακουαρέλα
2. συνεκδ. πίνακας ζωγραφισμένος με υδρόχρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. aquarelle και μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ.Βλάχου].