υδροπλάνο

Greek Monolingual

το, Ν
τύπος αεροπλάνου το οποίο μπορεί να προσθαλασσώνεται και να αποθαλασσώνεται είτε με πλωτήρες στη θέση τών τροχών προσγείωσης είτε απευθείας με κατάλληλα διαμορφωμένη άτρακτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydroplane (< υδρο- + -plane < -πλάνο < πλανώμαι)].