υπέρνους

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπέρνοος, -οον, ΜΑ
αυτός που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης νόησης, ασύλληπτος με τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -νους / -νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. σύν- νους / -νοος].