Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπέρνους
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπέρνοος, -οον, ΜΑ αυτός που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης νόησης, ασύλληπτος με τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑπερ- + -νους / -νοος (<νόος / νοῦς), πρβλ.σύν- νους / -νοος].