ὑποβόσκω ΝΑ
νεοελλ.
αναπτύσσομαι κάτω από κάτι, δυναμώνω, ενισχύομαι χωρίς να φαίνομαι (α. «η φωτιά υπέβοσκε τρεις μέρες και με τον άνεμο επεκτάθηκε» β. «υποβόσκει εθνική κρίση»)
αρχ.
μέσ. ὑποβόσκομαι
κατατρώγω («σάρκα... ὑποβόσκεται ὕδρης ἰός», Νίκ.).