υπόχολος

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει μικρή ποσότητα χολής·2. μτφ. λίγο μελαγχολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χολος (< χόλος/ χολή), πρβλ. κατά-χολος, περί-χολος].