-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, -ον, Α1. υψηλόφρων2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουνκομπορρημοσύνη, αλαζονεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθόνους)].