υἷς

English (LSJ)

A Adv. as far as, SIG1 (Abu-Simbel, vi B. C.): cf. υἷ, ὗσπερ.
II v. υἱός.

Greek (Liddell-Scott)

υἷς: Δωρ. Ἐπίρρ., = ἄχρι, Ἐπιγραφ., ἴδε Hell. J. τόμ. 1, σελ. 244· ὡσαύτως υἷ, υἷ κα βώλωνται = ἕως ἂν βούλωνται αὐτόθι.