φθίσις

English (LSJ)

[ῐ], φθίσεως, ἡ, (φθίω):—
A wasting away, perishing, decay, καρποῦ Pi.Pae.9.14; of the κόσμος, Ocell.1.4; opp. αὔξησις, Hp.VM6, Pl. Phd.71b; opp. αὔξη, Id.R.521e: pl., Id.Phlb.42d.
2 of the moon, waning, Arist.HA582b2, GA767a4.
II of persons, atrophy, emaciation, Hp.Art.1.
2 esp. consumption, Hdt.7.88, Hp.Epid.1.24, Aph.5.11 (pl.), Arist.HA518b21 (pl.), EN1150b33, IG42(1).122.69 (Epid., iv B. C.), cf. φθόη.
3 contraction of the pupil of the eye, Gal.19.435, Aret.SD1.7, Aët.7.55.

German (Pape)

[Seite 1271] ἡ, Auszehrung, Abzehrung, Schwindsucht, Her. 7, 88; übh. das Schwinden, Abnehmen, καρποῦ Pind. frg. 74; Gegensatz αὔξησις, Plat. Phaed. 71 b (wie Arist. gen. et interit. 1, 1); σώματος αὔξις καὶ φθίσις Rep. VII, 521 c, wie Phil. 42 d; auch σελήνης, Gegensatz πλήρωσις, Arist. H. A. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 dépérissement, extinction;
2 consomption ; phtisie, tuberculose.
Étymologie: φθίω.

Russian (Dvoretsky)

φθίσις: φθίσεως (ῐ) ἡ
1 исчезновение, гибель (καρποῦ Pind.);
2 убывание, убыль (αὔξησις καὶ φ. Plat.): ἡ φ. τῆς σελήνης Arst. ущерб луны;
3 чахотка Her., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φθίσις: [ῐ], φθίσεως, ἡ, (φθίω, φθῖσωἐλάττωσις, παρακμή, καρποῦ Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ἀντίθετον τῷ αὔξησις, αὔξη, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Πλάτ. Φαίδων 71Β, Πολ. 521Ε· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 42D· ― ἐπὶ τῆς σελήνης ὅταν ἀρχίζῃ νὰ φθίνῃ, νὰ χάνεται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1, περὶ Ζ. Γεν. 4. 2, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀτροφία, ἴσχνανσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· καὶ εἰδικώτερον, μαρασμός, κατάπτωσις, φθίσις, «χτικιό», Λατ. tabes, Ἡρόδ. 7. 88, Ἱππ. Ἀφορ. 1247, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 3. 11, 14, Ἠθ. Νικ. 7. 8, 1· ― κατὰ τὸν Γαλην. τὸ Ἀττικώτερον ὄνομα ἦτο φθόη.

English (Slater)

φθῐσις wasting πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (Pae. 9.14)

Greek Monolingual

η / φθίσις, φθίσεως, ΝΜΑ, και φτίση Ν
1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση
2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα
3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό
νεοελλ.
φρ. «νωτιάδα φθίση»
ιατρ. βλ. νωτιάδα
αρχ.
1. (για τη σελήνη) η χάση
2. συστολή της κόρης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐ- του ρ. φθίνω + κατάλ. -σις. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ksi-ti- «εξαφάνιση, καταστροφή», ενώ η σύνδεση του λατ. sitis «δίψα» με την οικογένεια αυτή παραμένει αβέβαιη (βλ. και λ. φθίνω)].

Greek Monotonic

φθίσις: [ῐ], φθίσεως, ἡ (φθίω, φθίσω), ελάττωση, παρακμή, σε Πίνδ.· λέγεται για το φεγγάρι, σε Αριστ.

Middle Liddell

φθῐ́σις, εως, φθίω, φθίσω]
a perishing, decay, Pind.:—of the moon, a waning, Arist.

Mantoulidis Etymological

(=παρακμή, μαρασμός, χτικιό). Ἀπό τό φθίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.