φθειρίζομαι

English (LSJ)

Pass., pick the lice off oneself, Arist.Fr.76, Thphr. Sign.16, Apollod. ap. Ath.13.586a:—Act. (with fut. -ιῶ) LXX Je.50(43).12.

German (Pape)

[Seite 1270] sich die Läuse absuchen, sich laufen, Her. vit. Hom. 35.

Greek (Liddell-Scott)

φθειρίζομαι: Παθ., «ψειρίζομαι», Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 16· ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶτα ἐφθειρίζετο Ἀθήν. 586Α· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ φθειρεῖ γῆν Αἰγύπτου ὥσπερ φθειρίζει ποιμὴν τὸ ἱμάτιον αὑτοῦ Ἱερεμ. Ν΄, 12.

Russian (Dvoretsky)

φθειρίζομαι: снимать с себя вшей Arst.