φιλοπευθής

English (LSJ)

φιλοπευθές, fond of inquiring, curious, φύσει φ. ἄνθρωπος S.E.M.1.42; τὸ φ. Plu.2.515f.

German (Pape)

[Seite 1283] ές, gern fragend, oft fragend, fraglustig, neugierig; S. Emp. adv. gramm. 42; Nonn.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à savoir ou à questionner, curieux ; τὸ φιλοπευθές la curiosité.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπευθής: любопытный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπευθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐρωτᾷ, περίεργος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 42· τὸ φ. Πλούτ. 2. 515F.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει να ρωτά
2. (κατ' επέκτ.) φιλομαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεοπευθής].