φιλόσαρκος
German (Pape)
[Seite 1285] das Fleisch liebend, fleischlichen Lüsten, sinnlichen Begierden ergeben, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόσαρκος: -ον, παραδεδομένος εἰς τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας, τὴν φιλήδονον καὶ φιλόσαρκον τιμᾶν ζωὴν Βασίλ. Ι, 457, IV, 625C, Γρηγ. Ναζ. Ι, 893C, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τις σαρκικές ηδονές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό-σαρκος].