φιλότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A friendship, love, affection, μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ' ἑλέσθαι Il.16.282; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od.15.197, cf. S.Ph.1122 (lyr.); κατ' ἡλικίην τε καὶ φ. ἰλαδὸν συγγίνεσθαι Hdt.1.172: pl., Thgn.860; φιλότητι = in friendship, with friendship, from friendship or with affection, in affection, from affection, Il.3.453, Od.3.363, 10.43; ἐν φ. διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Il.7.302; φιλότητί γε yes, in affection [we are brothers], E.IT498; φιλότητι χειρῶν with friendly services, Id.Or. 1048; φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν Il.4.16; φ. μετ' ἀμφοτέροισι τίθησι ib.83, cf. Od.24.476; παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος 15.158; φιλότητα παρασχεῖν Il.3.354, Od.15.55; ἄγειν ἐς φ. Sapph. 1.19; εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα . . ἥξει A.Pr.193 (anap.); ὑδαρεῖ σαίνειν φ. Id.Ag.798 (anap.); φ. τινός friendship with, affection for, Od.14.505, S.Aj.1410 (anap.); διὰ τὴν λίαν φ. βροτῶν by his overgreat love for men, A.Pr.123 (anap.); ξενίαι καὶ φιλότητες πρός τινας And.1.145: in addressing persons, ὦ φιλότης = ὦ φίλος, my dear friend, Pl.Phdr.228d, Philox.2.7,34; without ὦ, Hp.Ep.17.
2 of friendship between states, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Il.3.73, cf. 94,323; ναυμαχεῖν ὑπὲρ τῆς φ. Lys.2.35; φ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλοντες ποιεῖσθαι And.3.30.
3 prov., ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται = equality leads to friendship Pl.Lg.757a; more shortly, ἰσότης φιλότης Arist.EN1168b8.
4 in Hom., freq. of sexual love or intercourse, in various phrases: μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ Il.6.25, cf. 3.445, al.; ἵνα μισγεαι ἐν φ. 2.232; καθεύδετον ἐν φ., παραλέξομαι ἐν φ., Od.8.313, Il.14.237; ὕπνῳ καὶ φ. δαμείς ib.353, cf. 207, 13.636: less freq. c. gen., ἀείδειν ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης Od.8.267; φ. γυναικός Hes. Sc.31, cf. Th.374,405,625,822: pl., Pi.P.9.39, N.8.1, Antipho Soph. 49.
5 personified, = φιλία 1.5, opp. νεῖκος, Emp.17.20, al., cf. Hes.Th.224. (φιλία is the common prose form.)
German (Pape)
[Seite 1287] ητος, ἡ, Freundschaft, Liebe, Zuneigung, Hom. u. Folgde; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od. 15, 197; ἐμαρνάσθην, ἠδ' αὖτ' ἐν φιλότητι διέτμαγεν Il. 7, 302, sie trennten sich in Liebe; von den freundschaftlichen Verhältnissen ganzer Völker zu einander Il. 3, 73. 94; κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, aus Freundschaft zusammenkommen, Her. 1, 172; von der Gastfreundschaft, Od. 15, 55 u. sonst; am häufigsten von der sinnlichen Geschlechtsliebe, Liebesgenuß, Hom. u. Hes.; am geläufigsten in den Vrbdgn φιλότης καὶ εὐνή, φιλότητι oder ἐν φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι u. vgl. (s. μίγνυμι), auch ὕπνος καὶ φιλότης, Il. 13, 636. 14, 353, seltner φιλότης γυναικός, Hes. Sc. 31, vgl. Th. 374. 405. 625. 822; Pind. in dieser Bedeutung im plur., P. 9, 40 N. 8, 1, διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν Aesch. Prom. 123, u. öfter; Soph. Phil. 1107 Ai. 1389, σ' ἀμείψασθαι θέλω φιλότητι χειρῶν Eur. Or. 1048, einzeln in Prosa: κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι Her. 1, 172; Gegensatz διαφορά Andoc. 3, 30; Lys. 2, 35, Plat. Legg. VI, 757 a. – Als Anrede, ὦ φιλότης, für ὦ φίλε, mein Leber, Plat. Phaedr. 228, d. Luc. oft.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
I. amitié :
1 propr. amitié, tendresse, affection ; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντες IL ils rompirent les relations d'amitié ; φιλότητος παρά τινος τυχεῖν OD obtenir un bon accueil de qqn ; φιλότητα ἑλέσθαι se réconcilier ; φιλότητα τιθέναι IL, OD former une amitié ; φιλότητα τέμνειν IL conclure un traité d'amitié;
2 amour ; relations intimes : φιλότης κρυπταδίη IL relations secrètes ; φιλότητι ὁμωθῆναι IL, μιγάζεσθαι IL s'unir par des relations intimes;
II. au sens concret être chéri : ὦ φιλότης = ὦ προσφιλέστατε cher amour.
Étymologie: φίλος.
Russian (Dvoretsky)
φῐλότης: ητος ἡ
1 дружба, привязанность: φιλότητί τινος Hom. из дружбы к кому-л.; φιλότητα τέμνειν Hom. заключить дружбу;
2 дружеский прием, радушие (φιλότητος ἁπάσης τυχεῖν παρά τινος Hom.);
3 любовь: Ἄρεος φ. Ἀφροδίτης Hom. любовь Арея к Афродите; φιλότητι ὁμωθῆναι или μιγάζεσθαι и ἐν φιλότητι μίσγεσθαι Hom. сочетаться любовью, вступить в любовную связь;
4 (в обращении), друг мой, милый, (ὦ φ. Plat., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλότης: -ητος, ἡ, φιλία, ἀγάπη, στοργή, Ὅμ., κλπ.· μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ’ ἑλέσθαι Ἰλ. Π. 282· ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ’ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Ὀδ. Ο. 197· οὕτω, Σοφ. Αἴ. 1410, Φιλοκτ. 1121· καὶ ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 86Β ― φιλότητι, μετὰ φιλίας, ἐκ φιλίας ἢ στοργῆς, Ἰλ. Γ. 453, Ὀδ. Γ. 363., Κ. 43· ἐν φ. διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Ἰλ. Η. 302· πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστιν ἐκ μιᾶς; ― φιλότητί γ’, ναί, κατὰ τὴν φιλίαν τοὐλάχιστον εἴμεθα ἀδελφοί, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 498· καί σ’ ἀμείψασθαι θέλω φιλότητι χειρῶν, καὶ ἐγὼ θέλω νὰ σὲ ἐναγκαλισθῶ διὰ φιλικῆς ἀφῆς χειρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρφ. 1048· φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν Ἰλ. Δ. 16· φιλ. μετ’ ἀμφοτέροισι τίθησιν αὐτόθι 83, πρβλ. Ὀδ. Ω 476· φιλότητος τυχεῖν παρά τινος Ο. 158· φιλότητα παρέχειν Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Ο. 55· εἰς ἀριθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα… ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 191 (πρβλ. ὑδαρής)· φιλ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλειν Ἀνδοκ. 27. 16· ― φ. τινός, φιλία πρός τινα, στοργή, ἀγάπη πρός τινα, Ὀδ. Ξ. 505, Σοφ. Αἴ. 1410· διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν, ἕνεκα τῆς ὑπερβαλλούσης αὐτοῦ ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Πρ. 123· πρός τινα Ἀνδοκ. 19. 3· ― ἐν προσφωνήσεσι πρὸς πρόσωπα, ὦ φιλότης, = ὦ φίλε, «ἀγαπητέ, φίλε μου», Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228D, Φιλόξεν. σ. 2. 7. 35. 2) ἐπὶ φιλίας ἢ φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Ἰλ. Γ. 73, πρβλ. 94, 323 κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, συνέρχομαι συμφώνως πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν φιλίαν, Ἡρόδ. 1. 172· ναυμαχεῖν ὑπὲρ τῆς φ. Λυσίας 194. 7. 3) παροιμ., ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται Πλάτ. Νόμ. 757Α, ἢ συντομώτερον, ἰσότης φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 2· ― φιλία εἶναι ὁ κοινότερος παρὰ τοῖς πεζογράφοις τύπος. 4) παρ’ Ὁμ. συχν. ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσίας, ἐν ταῖς φράσεσι: φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι μιγῆναι, ἐν φ. καὶ εὐνῇ, ἴδε ἐν λ. μίγνυμι Β. 4· παραλέξομαι ἐν φ., καθεύδετον ἐν φ. Ὀδ. Θ. 313, Ἰλ. Ξ. 287· ὕπνῳ καὶ φιλ. δαμεὶς Ξ. 353, πρβλ. 207., Ν. 636· σπανιώτερον μετὰ γενικῆς, φ. γυναικὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 31, πρβλ. Θεογον. 374, 405, 625, 822. ― Ὁ Πίνδ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ., Π. 9. 70, Ν. 8. 2. 5) = φιλία Ι. 5, ἐναντίον τοῦ νεῖκος, Ἐμπεδ. 81, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 224, Πλούτ. 2. 756D, κλπ.
English (Autenrieth)
ητος: love, friendship; φιλότητα τιθέναι, τάμνειν, μετ' ἀμφοτέροισι βάλλειν, Il. 4.83, Γ, Il. 4.16; also for a pledge of friendship, hospitable entertainment, Od. 15.537, 55; of sexual love, in various oft-recurring phrases.
Greek Monolingual
-ητος, και αιολ. τ. φιλότας, -ατος, ἡ, Α φίλος
1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῖνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.)
2. φιλοξενία
3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.)
4. ερωτική επαφή, συνουσία («ἐμισγέσθην φιλότητι», Ομ. Ιλ.)
5. (ειδικά στην φιλοσ. του Εμπεδοκλέους) δύναμη η οποία ενώνει τα τέσσερα στοιχεία, τα ριζώματα, από τα οποία αποτελείται ο κόσμος, δηλαδή το νερό, την φωτιά, την γη και τον αέρα
6. ως κύριο όν. ἡ Φιλότης
μυθ. (κατά τον Ησίοδ.) προσωποποίηση του σαρκικού έρωτα, κόρη της Νυκτός από παρθενογένεση
7. (στην δοτ.) φιλότητι
α) με φιλία
β) από φιλία ή από στοργή
8. (στην κλητ.) ὦ φιλότης
(ως φιλική προσφώνηση) αγαπητέ μου, φίλε μου
9. στον πληθ. αἱ φιλότητες
φιλικές εκδηλώσεις, φιλοφροσύνες
10. παροιμ. «ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται» ή, απλώς, «ἰσότης φιλότητα» — η ισότητα φέρνει τη φιλία, εμπεδώνει τους φιλικούς δεσμούς (Πλάτ.).
Greek Monotonic
φῐλότης: -ητος, ἡ (φίλος), φιλία, αγάπη, στοργή, σε Όμηρ. κ.λπ.· φιλότης τινός, στοργή για, σε Ομήρ. Οδ.· διὰτὴν λίαν φιλότητα βροτῶν, από τη φοβερή αγάπη του για τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.· ὦ φιλότης, = ὦ φίλε, φίλε μου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῐλότης, ητος, ἡ, φίλος
friendship, love, affection, Hom., etc.; φ. τινός friendship with, affection for, Od.; διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν by his over great love for men, Aesch.; ὦ φιλότης, = ὦ φίλε, my friend, Plat.
Translations
friendship
Albanian: shoqëri; Arabic: صَدَاقَة; Armenian: ընկերություն, բարեկամություն; Asturian: amistá; Azerbaijani: arxadaşlıq, dostluq; Bashkir: дуҫлыҡ; Belarusian: сяброўства, дружба, прыяцельства; Bengali: বন্ধুত্ব; Bulgarian: приятелство, дружба; Burmese: ခင်မင်မှု; Catalan: amistat; Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⴷⴷⵓⴽⴽⵍⴰ; Cherokee: ᎠᎵᎢ; Chinese Dungan: щёнхо; Mandarin: 友誼, 友谊, 友情, 友愛, 友爱; Cimbrian: bròintekhot; Crimean Tatar: dostluq; Czech: přátelství; Danish: venskab; Dutch: vriendschap; Esperanto: amikeco; Estonian: sõprus; Faroese: vinskapur, vinsemi, vinsemd, vinalag; Finnish: ystävyys; French: amitié; Middle French: amistié; Old French: amistié; Galician: amizade; Georgian: მეგობრობა; German: Freundschaft; Old High German: winescaft; Greek: φιλία; Ancient Greek: ἀνάμιξις, ἀρθμός, ἀρτύς, δεξίωμα, ἑταιρική, ξενική, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, σύστασις, φιλεταιρία, φιλία, φιλίη, φιλότης; Hebrew: יְדִידוּת; Hindi: दोस्ती, मित्रता; Hungarian: barátság; Icelandic: vinátta; Indonesian: persahabatan; Ingush: доттагӏал; Irish: cumann; Italian: amicizia; Ivatan: kayvayvanan; Japanese: 友情, 友好, 友誼; Kannada: ಗೆಳೆತನ; Kapampangan: pamikaluguran; Kazakh: достық, татулық; Khmer: មិត្តភាព; Korean: 우정(友情), 우의; Kurdish Central Kurdish: دۆستایەتی; Northern Kurdish: dostî; Kyrgyz: достук; Lao: ມິດຕະພາບ; Latin: amicitia; Latvian: draudzība; Lithuanian: draugystė, gerumas; Low German: Fründschap, Fründschop; Luxembourgish: Frëndschaft; Macedonian: дружба; Malay: persahabatan; Malayalam: സൗഹൃദം, ചങ്ങാത്തം; Maltese: ħbiberija; Maori: whakahoahoatanga; Middle English: frendschip, felaweshipe; Mongolian: найрамдал; Norwegian Bokmål: vennskap; Nynorsk: venskap, vennskap; Occitan: amistat; Old English: frēondsċipe; Old French: amistié; Old Norse: vinskapr; Old Occitan: amistat; Pashto: دوستي, رفيقي; Persian: دوستی; Polish: przyjaźń, drużba; Portuguese: amizade; Romanian: prietenie, amiciție; Russian: дружба, приятельство; Scottish Gaelic: càirdeas; Serbo-Croatian Cyrillic: пријатѐљство; Roman: prijatèljstvo; Slovak: priateľstvo, družba; Slovene: prijateljstvo; Spanish: amistad; Swahili: urafiki; Swedish: vänskap; Tagalog: pagkakaibigan; Tajik: дусти; Tamil: நட்பு; Tatar: дуслык; Telugu: చెలిమి, స్నేహము; Thai: มิตรภาพ; Tocharian B: maitär; Turkish: arkadaşlık; Turkmen: dostluk; Ukrainian: дружба, приятельство, приятелювання; Urdu: دوستی; Uyghur: دوستلۇق, ئاغىنىدارچىلىق; Uzbek: oʻrtoqchilik; Venetian: amicizsia; Vietnamese: tình bạn; Volapük: flenam; Welsh: cyfeillgarwch; Yiddish: פֿרײַנדשאַפֿט, חבֿרהשאַפֿט
love
Adyghe: шӏулъэгъуныгъ; Afrikaans: liefde; Albanian: dashuri; Amharic: ፍቅር, መውደድ; Arabic: حُبّ, مَحَبَّة, عِشْق; Egyptian Arabic: حب, محبة, غرام; Hijazi Arabic: حب; South Levantine Arabic: حب, محبة, غرام; Aragonese: aimor; Aramaic Classical Syriac: ܚܘܒܐ; Armenian: սեր; Aromanian: vreari, vreare, agapi, sivdã; Assamese: মৰম, চেনেহ; Asturian: amor; Aymara: amawaña; Azerbaijani: sevgi, eşq, məhəbbət; Balinese: tresna; Bashkir: мөхәббәт, һөйөү; Bavarian: Liab; Belarusian: любоў, каханне; Bengali: মহব্বত, ভালোবাসা; Bikol Central: pagkamoot; Breton: karantez; Bulgarian: любов, обич; Burmese: အချစ်, မေတ္တာ; Buryat: дуран; Catalan: amor; Cebuano: gugma; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵢⵔⵉ; Cherokee: ᏥᎨᏳᎢ; Chinese Cantonese: 愛, 爱, 愛情, 爱情; Dungan: нэ; Gan: 愛, 爱; Hakka: 愛, 愛; Jin: 愛, 爱; Mandarin: 愛/爱, 爱, 愛情/爱情, 爱情; Min Bei: 愛, 爱; Min Dong: 愛, 愛; Min Nan: 愛情, 爱情, 情愛, 情爱, 愛, 爱; Wu: 愛, 爱; Xiang: 愛, 爱; Chuvash: юрату; Cornish: kerensa; Corsican: amore, amori; Crimean Tatar: süygü; Czech: láska; Dalmatian: amaur; Danish: kærlighed; Dargwa: дигай; Dhivehi: ލޯބި; Dolgan: бага; Dutch: liefde; Egyptian Arabic: حب; Elfdalian: tjärliek; Erzya: вечкема; Esperanto: amo, korinklino, kareco, amsento; Estonian: armastus; Ewe: lɔlɔ̃; Farefare: nõŋlʋm; Faroese: kærleiki, ást; Finnish: rakkaus; French: amour; Friulian: amôr; Gagauz: sevgi; Galician: amor; Gallurese: amóri; Georgian: სიყვარული; German: Liebe, Zuneigung, Minne; Alemannic German: Liäbi, Liebi; Silesian: Liebe; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌾𐌰𐌸𐍅𐌰; Greek: αγάπη, έρωτας; Ancient Greek: ἀγάπη, φιλία, ἔρως, στοργή; Greenlandic: asanninneq; Guaraní: mborayhu; Gujarati: પ્રેમ; Haitian Creole: renmen; Hausa: ƙauna; Hawaiian: aloha; Hebrew: אַהֲבָה; Hiligaynon: higugma; Hindi: प्यार, प्रेम, इश्क़, मुहब्बत, सम्मोह, स्नेह, अनुराग, प्रीति, इष्ट; Hiri Motu: lalokau; Hungarian: szeretet, szerelem; Hunsrik: Lieb; Icelandic: ást, kærleikur, elska; Ido: amo; Ilocano: ayat; Indonesian: cinta, suka; Sundanese: asih, deudeuh, nya'ah; Ingrian: suvvaahusse; Interlingua: amor; Irish: grá, armacas; Italian: amore; Japanese: 愛, 愛情, 愛好; Javanese: tresna, katresnan, cinta; Jeju: ᄉᆞ랑; Kamba: wendo; Kannada: ಪ್ರೀತಿ; Kapampangan: lugud, irug, sinta, mal, buri, ibug; Karachay-Balkar: сюймеклик; Kazakh: ғашықтық, махаббат, сүйіс; Khmer: សេចក្ដីស្រឡាញ់; Kikuyu: wendo; Korean: 사랑, 애정(愛情); Kurdish Northern Kurdish: hijkirin, evînî, dildarî, evîn; Kyrgyz: сүйүү, махабат, сүйүш; Lao: ຄວາມຮັກ; Latgalian: mīleiba, mīla; Latin: amor, caritas; Latvian: mīlestība, mīla; Laz: ოროფა; Ligurian: amù; Limburgish: leefde; Lingala: bolingo; Lithuanian: meilė; Livonian: ārmastõz; Lombard: amór; Luganda: omukwaano; Luhya: vuyanzi; Luxembourgish: Léift; Macedonian: љубов; Maguindanao: kasih; Malay: cinta, sayang; Malayalam: സ്നേഹം, ഇഷ്ടം; Maltese: imħabba; Manx: graih; Maori: aroha; Maranao: kasi; Marathi: प्रेम, प्रीति; Mbyá Guaraní: mborayvu; Meru: wendo; Meänkieli: rakhaus; Middle Dutch: minne; Middle English: love; Mingrelian: ჸოროფა; Mirandese: amor; Mizo: hmangaihna; Mongolian Cyrillic: хайр, дур хүсэл; Moroccan Amazigh: ⵜⴰⵢⵔⵉ; Motu: lalokau; Mozarabic: אמורי; Naga Pidgin: morom; Nahuatl: tlazohtlaliztli, tlasojtlalistli; Nanticoke: quámmősch; Navajo: ayóóʼóʼóʼní; Nepali: माया; Norman: amour; Northern Sami: ráhkisvuohta; Norwegian Bokmål: kjærlighet, elsk, kjærleik; Nynorsk: kjærleik, elsk, åst; Occitan: amor; Ojibwe: zaagi'idiwin inan; Okinawan: なさき; Old Church Slavonic Cyrillic: любꙑ; Old English: lufu; Old Javanese: tṛṣṇa; Old Occitan: amor; Old Prussian: mīli; Oriya: ପ୍ରେମ; Ossetian: уарзондзинад; Pashto: مينه; Persian: عشق, محبت, مهر; Phoenician: 𐤇𐤌𐤃𐤕; Plautdietsch: Leew; Polish: miłość; Portuguese: amor; Punjabi: ਪਿਆਰ; Quechua: khuya; Rohingya: ador, mohábboth; Romanian: iubire, dragoste, amor; Romansch: charezza; Russian: любовь; Rwanda-Rundi: urukundo; Samoan: alofa; Sanskrit: अनुराग, प्रेमन्; Sardinian Campidanese: amóri; Logudorese: ameddu; Sassarese: amóri; Scottish Gaelic: gaol, gràdh, spèis, rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: љубав; Roman: ljúbav; Shor: кӧлениш; Sicilian: amuri; Sindhi: محبت, عشق, پیار, لَنو; Sinhalese: ආදරය; Slovak: láska; Slovene: ljubezen; Somali: jacayl; Sorbian Lower Sorbian: lubosć; Southern Altai: сӱӱ-, сӱӱш, сӱӱм; Spanish: amor; Sumerian: 𒀀𒊏𒄠𒈬; Swahili: upendo; Swedish: kärlek; Sylheti: ꠝꠣꠄꠣ; Tagalog: pag-ibig, pagmamahal; Tajik: муҳаббат, ишқ; Tamil: அன்பு, பாசம்; Tatar: ярату; Telugu: ప్రేమ; Tetum: domin; Thai: ความรัก; Tibetan: བརྩེ་དུང; Tigrinya: ፍቕሪ; Tocharian A: tunk; Tocharian B: tankw, larauñe; Turkish: sevgi, sevi, aşk, emre; Turkmen: yşk, söýgi; Tuvan: ынакшыл; Ukrainian: любов, кохання; Urdu: محبت, عشق, پیار; Uyghur: مۇھەببەت, ئاشىق, ئاشىقلىق; Uzbek: sevgi, muhabbat; Vietnamese: tình yêu, ái tình; Volapük: löf, lelöf; Walloon: amour, amor; Welsh: cariad; West Frisian: leafde; White Hmong: txoj kev hlub; Wolof: mbëggeel; Xhosa: uthando; Yakut: таптал; Yiddish: אַהבֿה, ליבע, ליבשאַפֿט; Yola: loove; Yoruba: ìfẹ́; Zazaki: esq, pêyar, sineg; Zhuang: aiqcingz, aiq; Zulu: uthando
affection
Belarusian: пяшчотнасць, прыхі́льнасць, прывязанасць; Bulgarian: обич; Catalan: afecte; Chinese Mandarin: 喜愛/喜爱; Esperanto: simpatio, ŝato; Finnish: mieltymys, kiintymys; Galician: cariño, afecto; German: Rührung, Zuneigung; Greek: στοργή, τρυφερότητα; Hebrew: חיבה; Hindi: स्नेह; Hungarian: szeretet, szerelem; Irish: caithis; Japanese: 愛情; Latvian: pieķeršanās; Maori: matihere, konakona, āka; Middle English: loverede; Polish: afekt; Portuguese: afeição, afeto; Russian: любовь, привязанность; Scottish Gaelic: rùn, tlachd; Spanish: cariño, apego, afecto; Telugu: మమత, అనురాగం; Tocharian B: larauñe; Turkish: duygulanmak, duygusal yakınlık, eğilim, meyil; Ukrainian: прихильність; Yiddish: ליבשאַפֿט