φινίρισμα

Greek Monolingual

το, Ν φινίρω
1. τελείωμα
2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασίαφινίρισμα υφασμάτων»)
3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος.