φλεβί

Greek Monolingual

το / φλεβίον, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
(υποκορ. τ.) μικρή φλέβα, φλεβίτσα
νεοελλ.
ραβδωτή απόχρωση
αρχ.
μτφ. υπόγειο ρείθρο («ἐξ... ὑπονόμων τινῶν φλεβίων συνθλίβεσθαι τὴν πρὸς τῇ ρίζῃ τοῦ ὄρους κρήνην», Στράβ.).