φλεβοτμής

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. τμῆτος, having a vein opened, Hdn.Gr.2.98.

German (Pape)

[Seite 1290] = φλεβοτόμος, Schol. Il. 16, 44.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοτμής: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τετμημένην φλέβα, Ἡρῳδιαν. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Π. 44.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τετμημένη φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -τμής (< θ. τμη- του ρ. τέμνω, πρβλ. τμητός), πρβλ. ἡμιτμής, ἰθυτμής].