φρονίμως

French (Bailly abrégé)

adv.
avec sagesse, avec prudence;
Cp. φρονιμώτερον ou φρονιμωτέρως.
Étymologie: φρόνιμος.

English (Strong)

adverb from φρόνιμος; prudently: wisely.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. βλ. φρόνιμος.

Russian (Dvoretsky)

φρονίμως: умно, благоразумно, рассудительно (λογίζεσθαι, ζῆν Plat.): διὰ τὸ φ. ἔχειν Xen. благодаря рассудительности.

Chinese

原文音譯:fron⋯mwj 弗羅你摩士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:意向 正如
字義溯源:聰明地,精明地;源自(φρόνιμος)=聰明的),而 (φρόνιμος)出自(φρήν)*=心思,悟性)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 聰明(1) 路16:8

English (Woodhouse)

(see also: φρόνιμος) prudently, sensibly, shrewdly