φῶν
Greek (Liddell-Scott)
φῶν: μετοχ. γέν. ἀρσ. χρόνου ἐνεστ. τοῦ ῥήμ. φημί, Θ. Στουδ. σ. 924, ἔκδ. Mi. ― Ὅτι μὲν παλαιοὶ γραμματικοὶ παρεδέχοντο φῶ ῥῆμα σημαῖνον λέγω. σημειοῦται ἐν τῷ Θησ. Στεφ.· παράδειγμα ὅμως χρήσεως αὐτοῦ ἀληθοῦς ἐν συγγραφεῖ δὲν παρετέθη, καὶ ἴσως τῇ ἀληθείᾳ οὐδ’ εὑρίσκεται ἄλλο παρὰ τοῦτο τοῦ Στουδίτου. Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.