χάβος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1324] ὁ, = κημός, Schol. Ar. Equ. 1147.
Greek (Liddell-Scott)
χάβος: ὁ, μεταγεν. λέξις ἀντὶ τοῦ κημός, «κημός, ὁ χάβος, ὁ περιτιθέμενος τοῖς ἵπποις» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147, Μοσχόπουλος περὶ Σχεδῶν ἐν λ. φιμός, «χάβον, περιστόμιον, καπίστριον» Κυρίλλου Λεξικ. ἐν Mnemosyne τ. 3, σ. 358.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
γκρεμός
αρχ.
κημός, φίμωτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. χαβός].
Frisk Etymology German
χάβος: {khábos}
Meaning: κημός (Sch.Ar. Eq. 1147).
Derivative: Daneben χαβόν· καμπύλον, στενόν, auch χαμόν· καμπύλον H.
Etymology: Unerklärt; zur Bildung vgl. στραβός u.a. Seit langem (Pott und Benfey; s. Curtius 198) mit lat. hāmus Haken, Angelhaken verglichen; darüber W.-Hofmann s.v. m. Lit.
Page 2,1061