χέρρας

Greek (Liddell-Scott)

χέρρας: Αἰολ. αἰτ. ἀντὶ χεῖρας, δῶρον Νικιάας εἰς ἀλόχω χέρρας ὀπάσσομεν Θεόκρ. 28, 9.

Russian (Dvoretsky)

χέρρας: Theocr. acc. pl. к χείρ.