Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαλασιά
Greek Monolingual
η, Ν 1. το να χαλά, να καταστρέφεται κάτι, χαλασμός 2. το χάλασμα, κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο τμήμα οικοδομής ή κτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ.<χάλασ-α, αόρ. του χαλώ+ κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησιά)].