χαμάλης

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αχθοφόρος, βαστάζος
2. (επιτιμητικά) χυδαίος, πρόστυχος («μιλάς σαν χαμάλης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamal].