χαρτοπράτης

English (LSJ)

[πρᾱ], ου, ὁ, dealer in papyrus, Cod.Just.11.18 tit.

German (Pape)

[Seite 1340] Papierhändler, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χαρτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, πωλητὴς χάρτου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
χαρτοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + -πράτης (< πράτης < θ. πρα- του πέρνημι «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο-πράτης, οἰνο-πράτης.