χαρτοπώλης

English (LSJ)

ου, ὁ, = χαρτοπράτης (dealer in papyrus), Gloss., prob. in PTeb. 112.62. (ii BC).

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, = χαρτοπράτης (?).

Greek (Liddell-Scott)

χαρτοπώλης: -ου, ὁ, = ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
πωλητής χαρτιού
νεοελλ.
ιδιοκτήτης χαρτοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + -πώλης].