χιμέτλη
English (LSJ)
ἡ, = χίμετλον, Dsc.1.128, 2.42.
Greek (Liddell-Scott)
χιμέτλη: ἡ, = χίμετλον, Διοσκ. 1. 149, 183., 2. 44.
Greek Monolingual
και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α
χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].