χιονοθύελλα

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) ισχυρή διαταραχή της ατμόσφαιρας, η οποία συνοδεύεται από έντονη χιονόπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + θύελλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Παρνασσός].