χλωραιθάνιο

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. το αιθυλοχλωρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorethane < chlor- (< χλωρο-) + ethane (βλ. αιθάνιο)].