χλωροπλάστης

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. ημιαυτόνομο κυτταρικό οργανίδιο τών πράσινων φυτών και όλων τών ευκαρυωτικών οργανισμών, το οποίο περιέχει τα μόρια της χλωροφύλλης και στο οποίο συντελείται η φωτοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloroplast < χλωρ(ο)- + πλάστης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χλωροπλάσται, μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη].