χλωρόξυλο

Greek Monolingual

το, Ν
γένος δένδρων της νότιας Ασίας, που ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloroxylon < χλωρ(ο)- + ξύλο(ν)].