χλωρόπτιλος

English (LSJ)

χλωρόπτιλον, with green feathers, πελειάδες Ael.NA16.2.

German (Pape)

[Seite 1360] mit grünlichen od. gelben Federn, Ael. H. A. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au plumage verdâtre ou jaune.
Étymologie: χλωρός, πτίλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πρασινωπά φτερά («πελειάδες χλωρόπτιλοι», Αιλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -πηλος (< πτίλον), πρβλ. ἄπτιλος, τετράπτιλος].