χολαιμία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. αυξημένη παρουσία συστατικών της χολής στον ορό του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholemia (< χολή + αίμα)].