χολόλιθος

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. ομοιογενές ή, συχνότερα, ετερογενές σύγκριμμα από συστατικά της χολής, με μορφή λίθου και με ποικιλία σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholelith < χολή/χόλος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο].