χολόρροια

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εκροή χολής από μη φυσιολογικό άνοιγμα τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholorrhee < χολή + -ρροια (< -ρρους < ροή)].