η, Νιατρ. παύση της ροής της χολής στις εξωήπατικές χοληφόρες οδούς ή στο εσωτερικό του ήπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholostase < χολή + στάση].