χρυσόβιβλος

Greek Monolingual

η, Ν
(παλαιότερα) χρυσή βίβλος, βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν οι ευγενείς κάθε τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βίβλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη].