χωλιαμβικός

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωλιαμβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωλίαμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωλίαμβο («χωλιαμβικά μέτρα»).