ψίλωση
Greek Monolingual
η / ψίλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ψιλῶ / -ώνω]]
1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα
2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα
νεοελλ.
α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία
β) επίμονη διάρροια
νεοελλ.-μσν.
γραμμ. η χρήση του ψιλού πνεύματος, της ψιλής
αρχ.
1. αφαίρεση φύλλων ή φτερών
2. (σχετικά με οστά) απογύμνωση από σάρκα («ὀστέων ψίλωσις», Ιπποκρ.).