ψευδοδίθυρος
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «ψευδοδίθυροι θύρες» — διακοσμητικό στοιχείο σε οικοδομή, ψεύτικη θύρα με δύο φύλλα πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δίθυρος.
-ον, Α
φρ. «ψευδοδίθυροι θύρες» — διακοσμητικό στοιχείο σε οικοδομή, ψεύτικη θύρα με δύο φύλλα πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δίθυρος.