ψηφολογία

English (LSJ)

ἡ, v. ψηφολογέω.

German (Pape)

[Seite 1398] ἡ, Verfertigung eingelegter Arbeit, pavimentum, Gloss.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ ψηφολογῶ
κατασκευή ψηφιδωτών.