ψιλούρα

Greek Monolingual

η, Ν
1. τα ψιλά γράμματα
2. κέρματα μικρής αξίας, ψιλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καψούρα)].