ψιλόμαλλον

Greek Monolingual

τὸ, Μ
μαλακό μάλλινο ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόμαλλος < ψιλός + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. χρυσόμαλλος].