ψυαδική, ψυαδικόν, suffering from lumbago, Orib.Fr.73: Lat. psiadicus (i.e. ψοιαδικός for ψυαδικός) Cass.Fel.53. ψῠάδιν, = lumbus, Glossaria.
και ψοιαδικός, -ή, -όν, Α ψυάδιναυτός που υποφέρει από ισχιαλγίες.