ψυχίζομαι

English (LSJ)

Pass., grow cold, freeze, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1404] ohne gebräuchliches act., kalt sein, werden, frieren, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχίζομαι: Παθ., ψύχομαι, γίνομαι ψυχρός, παγώνω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ΜΑ ψῡχος
ψύχομαι, παγώνω.