Pass., grow cold, freeze, Glossaria.
[Seite 1404] ohne gebräuchliches act., kalt sein, werden, frieren, Gloss.
ψῡχίζομαι: Παθ., ψύχομαι, γίνομαι ψυχρός, παγώνω, Γλωσσ.
ΜΑ ψῡχοςψύχομαι, παγώνω.