ψύκτης

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο θάλαμος κατάψυξης του ψυγείου
2. οικιακή συσκευή κατάψυξης και διατήρησης τροφίμων, καταψύκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (ΙΙ) + επίθημα -της].