η, / ὠμόπλινθος, ΝΑπλίνθος που δεν έχει ψηθεί σε καμίνι αλλά έχει ξηρανθεί στον ήλιο, αλλ. ωμή πλίνθος, κν. πλίθρα και πλιθί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + πλίνθος.