ωστόσο

Greek Monolingual

Ν
(αντιθ. σύνδ.) παρ' όλα αυτά, και όμως, εν τούτοις («έκανε κρύο, ωστόσο βγήκαμε έξω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδ. ὡς (Ι) + επίρρ. τόσο].