непрерывно
Russian > Greek
ἀκάματα, ἔμπεδον, ἀδιαπαύστως, ἀνεκλείπτως, ἀδιαλείπτως, ἀζηχές, πολύγελως, συνωχαδόν, νωλεμες, ἐνδελεχῶς, ἠνεκέως, συνεχῶς, συνεχέως, διαμπερές, διαπαντός
ἀκάματα, ἔμπεδον, ἀδιαπαύστως, ἀνεκλείπτως, ἀδιαλείπτως, ἀζηχές, πολύγελως, συνωχαδόν, νωλεμες, ἐνδελεχῶς, ἠνεκέως, συνεχῶς, συνεχέως, διαμπερές, διαπαντός