ἀγγελοειδής

German (Pape)

[Seite 10] ές, Engeln ähnlich, Hp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγγελοειδής: -ές, ὁ, ὡς ἄγγελος, Ἰω. Χρυσ.

Spanish (DGE)

-ές
angélico Gr.Nyss.M.46.840A, Dion.Ar.CH 2.5, DN 6.2.