ἀδιάγωγος

English (LSJ)

ἀδιάγωγον, impossible to live with, Ph.2.268; συνουσία 1.118.

Spanish (DGE)

-ον insoportable συνουσία Ph.1.118, cf. 2.268 (vol.1.214).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάγωγος: -ον, μεθ’ οὗ δὲν δυναταί τις νὰ ζήσῃ, Φίλων 1. 118.