ἀθροιστέον

Greek (Liddell-Scott)

ἀθροιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. = δεῖ ἀθροίζειν, Ξεν. Λακ. 7, 4.

Greek Monotonic

ἀθροιστέον: ρημ. επίθ. του ἀθροίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να μαζέψει, να συλλεχθεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀθροίζω,]
one must collect, Xen.