ἀκαμαντολόγχης

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντολόγχης: неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λόγχη
unwearied at the spear, Pind.